Ο σάλος που προκλήθηκε από την κυκλοφορία του βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα "Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη", αναδεικνύει τον κοινωνικό αλλά και νομικό προβληματισμό γύρω από τα όρια μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας του τύπου απέναντι στην προστασία της προσωπικότητας θυτών ή θυμάτων από την τρομοκρατία.
Την δεκαετία του 70 στην πόλη του Lebach της Γερμανίας, τα μέλη μιας ένοπλης και σκληρής συμμορίας είχαν σκοτώσει κατά τη διάρκεια
μιας ληστείας τέσσερις δημόσιους υπαλλήλους. Μετά τη δίκη τους καταδικάστηκαν σε θάνατο, εξαιρουμένου του οδηγού του αυτοκινήτου της συμμορίας που καταδικάσθηκε σε 10
χρόνια φυλάκιση. Λίγο πριν την αποφυλάκισή του ένας τηλεοπτικός παραγωγός
αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία σχετικά με την ιστορία της συμμορίας.
Ο
καταδικασθείς οδηγός της συμμορίας προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας στα πλαίσια του
άρθρου 1 παρ.1 του Basic Law που προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και του
άρθρου 2 παρ.1 του Γερμανικού Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα της
προσωπικότητας. Ζήτησε να μην επιτραπεί η προβολή της ταινίας, αφού μια τέτοια πράξη θα προσέβαλε την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα του.
Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht) έκρινε το 1973 ότι η συνταγματική προστασία
της προσωπικότητας του δράστη υπερίσχυε έναντι της
ελευθερίας του τύπου και του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης να πληροφορείται για
επίκαιρα γεγονότα. Η δημοσίευση φωτογραφιών και
εικόνων του δράστη στην τηλεοπτική εκπομπή απαγορεύτηκε αφού κρίθηκε ότι θα εμπόδιζε την ομαλή επανένταξη του καταδικασθέντος
στην κοινωνία.
Στη
δεύτερη υπόθεση με αφορμή το περιστατικό στην πόλη Lebach, το ίδιο δικαστήριο έπρεπε να κρίνει και να
αξιολογήσει διαφορετικά περιστατικά.
Αυτή τη φορά ένας τηλεοπτικός παραγωγός προσέδωσε διαφορετικό χαρακτήρα σε μια τηλεοπτική ταινία που είχε ως θέμα την ιστορία της συμμορίας. Η ταινία περιείχε στοιχεία ντοκιμαντέρ, καθώς και συνεντεύξεις με τους αληθινούς αστυνομικούς που είχαν εμπλακεί στη σύλληψη των κακοποιών. Κατά την επίθεση της συμμορίας όμως στην τράπεζα, στους φόνους και στο κυνηγητό που επακολούθησε χρησιμοποιήθηκαν ηθοποιοί, ενώ στην αρχή της ταινίας αναφερόταν ότι τα ονόματα που χρησιμοποιούνται στην ταινία είναι τυχαία και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Τα καταδικασθέντα μέλη της συμμορίας διεκδίκησαν δικαστικά την απαγόρευση της προβολής της ταινίας, ισχυριζόμενοι ότι προσβάλλεται το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής τους ζωής καθώς και η προσωπικότητά τους.
Αυτή τη φορά ένας τηλεοπτικός παραγωγός προσέδωσε διαφορετικό χαρακτήρα σε μια τηλεοπτική ταινία που είχε ως θέμα την ιστορία της συμμορίας. Η ταινία περιείχε στοιχεία ντοκιμαντέρ, καθώς και συνεντεύξεις με τους αληθινούς αστυνομικούς που είχαν εμπλακεί στη σύλληψη των κακοποιών. Κατά την επίθεση της συμμορίας όμως στην τράπεζα, στους φόνους και στο κυνηγητό που επακολούθησε χρησιμοποιήθηκαν ηθοποιοί, ενώ στην αρχή της ταινίας αναφερόταν ότι τα ονόματα που χρησιμοποιούνται στην ταινία είναι τυχαία και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Τα καταδικασθέντα μέλη της συμμορίας διεκδίκησαν δικαστικά την απαγόρευση της προβολής της ταινίας, ισχυριζόμενοι ότι προσβάλλεται το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής τους ζωής καθώς και η προσωπικότητά τους.
Το
Ανώτατο Δικαστήριο αυτή τη φορά επέτρεψε την προβολή της ταινίας κρίνοντας ότι η ιδιωτική σφαίρα και η
προσωπικότητα των καταδικασθέντων δεν προσβάλλονταν από την προβολή της ταινίας. Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο συσχετισμός της ταινίας με την πραγματική ιστορία των μελών της συμμορίας δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτός παρά σε ελάχιστους ανθρώπους από τη στιγμή που ούτε εικόνες ούτε
φωτογραφίες των ίδιων των δραστών χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία.
Η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης λοιπόν και η προστασία της ελευθερίας του τύπου έχουν όρια. Όταν ένα δημοσίευμα ή μία ταινία προσβάλλουν τον βαθύτατο πυρήνα της προσωπικότητας ή της αξιοπρέπειας, ακόμα και στελεχών μιας τρομοκρατικής οργάνωσης ή συγγενών των θυμάτων του, τότε η δημοσίευση δεν θεωρείται νόμιμη. Η ανάγκη βέβαια ενημέρωσης του κοινού προβάλλει ως ρυθμιστικός παράγοντας στη σύγκρουση των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων συνηγορώντας υπέρ της δημοσίευσης (άρθρων, ντοκιμαντέρ, ταινιών) που αναδεικνύουν το ζήτημα της τρομοκρατίας και ευαισθητοποιούν την κοινή γνώμη. Για ζητήματα άλλωστε που ενδιαφέρουν το κοινό ο κόσμο έχει δικαίωμα να πληροφορείται.
Ο Δημήτρης Κουφοντίντας και ότι πρεσβεύει δεν μπορούν να καταπολεμηθούν με λογοκρισία ή με απαγορεύσεις έκδοσης και κυκλοφορίας βιβλίων. Αντίθετα, η ίδια η ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών είναι αυτή τελικά που προστατεύει την κοινωνία αφού λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός. Οι υποψήφιοι μιμητές καταλαβαίνουν τα αδιέξοδα μιας ζωής νοτισμένης με μίσος και εγκληματικές πρακτικές. Πόσο ήρωας μπορεί να είναι κάποιος που πιθανότατα θα πεθάνει μέσα στις φυλακές; Ο καθένας έχει δικαίωμα βέβαια να διηγηθεί το μύθο του αλλά η απομυθοποίηση της κοινωνίας έρχεται μέσα από τη γνώση.
Οι ίδιοι οι πολέμιοι κυκλοφορίας του βιβλίου άλλωστε συνετέλεσαν με τη συμπεριφορά τους στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκαν. Μια αυτοβιογραφία δεν μπορεί να απαγορεύεται από το νόμο. Τελικά η ανόητη φασαρία γύρω από το ζήτημα λειτούργησε ως διαφήμιση για το βιβλίο αφού τόνωσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης προς τέρψη και όφελος και του συγγραφέα και ιδίως του εκδοτικού οίκου.
Η ωριμότητα της πληγείσας ούτως ή άλλως δημοκρατίας μας σήμερα, μπορεί να μετρηθεί ανάλογα με το πόση ελευθερία της έκφρασης μπορεί να αντέξει και ιδίως, πως μπορεί να την διαχειριστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου